καθέδριον

καθέδριον
καθέδριον
of
neut nom/voc/acc sg
καθέδριος
of
masc/fem acc sg
καθέδριος
of
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καθεδρίου — καθέδριον of neut gen sg καθέδριος of masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθεδρίων — καθέδριον of neut gen pl καθέδριος of masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθεδρίῳ — καθέδριον of neut dat sg καθέδριος of masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθέδριος — καθέδριος, ον (Α) [καθέδρα] 1. αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει σε καθέδρα, σε κάθισμα 2. ο ξαπλωμένος σε κάθισμα 3. καθιστικός, αδρανής («καθέδριος βίος») 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ καθέδριον μικρό κάθισμα …   Dictionary of Greek

  • κλινοκαθέδριον — κλινοκαθέδριον, τὸ (Α) αναπαυτική καθέδρα, ανάκλιντρο, πολυθρόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + καθέδριον «μικρή πολυθρόνα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”